Από τα κατοικίδια ζώα, οι γάτες θεωρούνται οι περισσότερο «γαστρονόμοι» και επιλεκτικοί καταναλωτές τροφής κάνοντας δύσκολη τη ζωή των ιδιοκτητών τους. Ποια μπορεί να είναι η ερμηνεία αυτής της συμπεριφοράς;
Η αίσθηση της γεύσης, όπως και οι υπόλοιπες αισθήσεις, αναπτύχθηκε για την εξασφάλιση της επιβίωσης εξυπηρετώντας την επιλογή της κατάλληλης τροφής, την αποφυγή επιβλαβών ουσιών αλλά και τη σωστή λειτουργία του πεπτικού συστήματος. Παραδείγματος χάριν, η γλυκιά γεύση των τροφών υποδηλώνει τη σύστασή τους σε υδατάνθρακες άρα και ενέργεια ενώ η πικρή γεύση προειδοποιεί για τοξικά συστατικά της τροφής.
Σύμφωνα με την παραπάνω λογική, αναμένει κανείς τα φυτοφάγα ζώα να αντιλαμβάνονται εντονότερα την πικρή γεύση μιας και χρειάζονται προφύλαξη από δηλητηριώδη φυτά, τα οποία αδυνατούν να ξεχωρίσουν διαφορετικά, σε σύγκριση με τα σαρκοφάγα ζώα. Είναι γεγονός ότι, στα πλαίσια της εξέλιξης, αλλαγές στις διατροφικές ανάγκες των ζώων συνοδεύονται από μεταλλάξεις των γονιδίων που αφορούν υποδοχείς συγκεκριμένων χημικών ουσιών των τροφών με αποτέλεσμα την ενίσχυση ή την υποχώρηση της έντασης της γευστικής τους αντίληψης.
Εύλογα αναρωτιέται λοιπόν κανείς, εφόσον η πικρή γεύση αναπτύχθηκε για να προφυλάξει τα φυτοφάγα ζώα οι γάτες και άλλα σαρκοφάγα, τα οποία απεχθάνονται τροφή φυτικής προέλευσης, φέρουν υποδοχείς για την πικρή γεύση; Και αν ναι, ποια είναι η χρησιμότητά τους;
Σε μια προσπάθεια ερμηνείας αυτής της ιδιαίτερης συμπεριφοράς των γατών, γενετιστές από το Monell Chemical Senses Center της Φιλαδέλφεια μελέτησαν το γονιδίωμα γατών και άλλων σαρκοφάγων θηλαστικών όπως σκύλων, φέρρετ και πολικών αρκούδων προκειμένου να ανιχνεύσουν γονίδια υποδοχέων πικρής γεύσης. Με μεγάλη χαρά οι ερευνητές επιβεβαίωσαν την ύπαρξη 12 διαφορετικών γονιδίων υποδοχέων πικρής γεύσης τόσο στη γάτα όσο και στα υπόλοιπα σαρκοφάγα. Με σκοπό την ερμηνεία της χρησιμότητας των παραπάνω γονιδίων στη γάτα, ακολούθησε η εισαγωγή γονιδίων γευστικών υποδοχέων της γάτας σε ιστικά κύτταρα ανθρώπου in vitro με αποτέλεσμα το προϊόν του συνδυασμού να λειτουργεί ως γευστικός υποδοχέας.
Έπειτα οι υποδοχείς αυτοί εκτέθηκαν σε διάφορα χημικά ερεθίσματα και αποδείχθηκε ότι αντιδρούν σε αυτά με πικρή γεύση που απαντώνται σε τοξικά φυτά και σε άλλα που διεγείρουν τους αντίστοιχους υποδοχείς του ανθρώπου, όπως στο βενζοϊκό δενατόνιο ( ουσία με ισχυρά πικρή γεύση που χρησιμοποιείται για να αποτρέψει τα μικρά παιδιά από ονυχοφαγία ).
Είναι γνωστό ότι οι γάτες συχνά κυνηγούν θηράματα όπως μικρά αμφίβια, τα οποία ενδεχομένως φέρουν τοξικές ουσίες στο σώμα τους. Ωστόσο, σε σύγκριση με τις διατροφικές συνήθειες των φυτοφάγων ζώων, αυτό δεν αρκεί να ερμηνεύσει την τόσο ισχυρή αίσθηση της πικρής γεύσης στη γάτα. Έτσι, οι ερευνητές στράφηκαν σε νέες υποθέσεις που συστήνουν την χρησιμότητα αυτών των υποδοχέων και ως ανιχνευτών λοιμογόνων παραγόντων, όπως συμβαίνει και στον άνθρωπο.
Συμπερασματικά, η ανακάλυψη αυτών των υποδοχέων ίσως ερμηνεύει μερικώς την ιδιαίτερη επιλεκτικότητα της γάτας στη διατροφή, ωστόσο, όχι αποκλειστικά μιας και ο σκύλος και άλλα σαρκοφάγα διαθέτουν ανάλογους υποδοχείς. Μια ενδεχόμενη ερμηνεία ίσως κρύβεται στη μεγαλύτερη ευαισθησία των αντίστοιχων υποδοχέων της γάτας ή ακόμη και στη συχνότερη επαφή της γάτας με χημικά πικρής γεύσης σε σύγκριση με το σκύλο. Όπως και να ‘χει, οι γάτες παραμένουν οι «καλοφαγάδες» του ζωικού βασιλείου παρέχοντας ευρύ πεδίο μελέτης αυτής της ιδιαίτερης γευστικής τους συμπεριφοράς.