Πριν σπεύσετε να κατηγορήσετε τη γειτόνισσα ή τη γυναίκα του συναδέλφου σας επειδή είναι άπιστη σκεφθείτε ότι πιθανότατα … δεν φταίει αυτή! Κατηγορείστε τα γονίδιά της, που όπως φαίνεται αυτά την οδηγούν!
Σύμφωνα με Βρετανούς επιστήμονες, γενετικοί παράγοντες επηρεάζουν τη γυναικεία απιστία και τον αριθμό των εραστών που έχει μια γυναίκα.
Μελέτησαν τις απαντήσεις 1.600 ζευγαριών δίδυμων γυναικών, πανομοιότυπων και μη (μονοζυγωτικών και διζυγωτικών διδύμων, σε μια έρευνα σχετικά με την επιρροή που έχουν τα γονίδια στη συμπεριφορά. Τα στοιχεία των γυναικών που συμμετείχαν και οι απαντήσεις τους ήταν απόλυτα εμπιστευτικά.
Ο μέσος όρος ηλικίας των ερωτηθέντων ήταν 50 ετών. Το 25% από αυτές ήταν διαζευγμένες και το 98% ετεροφυλόφιλες. Οι γυναίκες που ήταν πιστές μέσα στις σχέσεις τους είχαν κατά μέσο όρο τέσσερις σεξουαλικούς συντρόφους συνολικά, ενώ οι γυναίκες που ήταν άπιστες είχαν οκτώ.
Οι ερευνητές ρώτησαν τις δίδυμες γυναίκες σχετικά με την σεξουαλική τους συμπεριφορά, τον αριθμό των συντρόφων που είχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή και τη στάση τους πάνω στην απιστία. Ποσοστό 20% παραδέχθηκε ότι είχε υπάρξει άπιστη σε κάποια σχέση.
Πάνω από το 90% των γυναικών που ρωτήθηκαν παραδέχθηκε ότι σε κάποια στιγμή μέσα στις σχέσεις τους σκέφτηκαν να απιστήσουν.
«Βρήκαμε ότι ο αριθμός των σεξουαλικών συντρόφων και η τάση για απιστία επηρεάζονται κατά ποσοστό περίπου 40% από γενετικούς παράγοντες, ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό που ισχύει για τον καρκίνο και την υπέρταση», αναφέρει ο καθηγητής Tim Spector, διευθυντής της μονάδας ερευνών Τwin Research Unit του νοσοκομείου St Thomas στο Λονδίνο.
Πρόσθεσε όμως ότι το περιβάλλον και η ανατροφή παίζουν επίσης πολύ σημαντικό ρόλο στην ερμηνεία της απιστίας στις γυναίκες. Η ομάδα έρευνας διαπίστωσε ότι η προθυμία των γυναικών να πάνε στην εκκλησία δεν ήταν κληρονομική και εξαρτώταν από την ανατροφή. Αλλά η πίστη στο Θεό – και σε ένα βαθμό η πνευματικότητα – βρέθηκε να είναι 40 τοις εκατό κληρονομική.
Η στάση των γυναικών απέναντι στην απιστία δεν φαίνεται να επηρεάζεται αποκλειστικά από γενετικούς παράγοντες. Πολλές από τις γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα, ακόμα και αυτές που παραδέχθηκαν ότι είχαν απατήσει το σύντροφό τους, είπαν πως θεωρούν ότι η απιστία είναι λάθος.
«Το γεγονός ότι ψυχοκοινωνικές συμπεριφορές όπως η απιστία και ο αριθμός σεξουαλικών συντρόφων εμφανίζονται να λειτουργούν όπως άλλες γνωστές γενετικές συμπεριφορές στους ανθρώπους, υποστηρίζει τις θεωρίες των εξελικτικών ψυχολόγων σχετικά με την καταγωγή της ανθρώπινης συμπεριφοράς», επισημαίνει ο Spector.
Οι ερευνητές υποψιάζονται ότι πολλά είναι τα γονίδια που θα μπορούσαν να σχετίζονται με τη σεξουαλική συμπεριφορά των γυναικών. Εστιάζουν κυρίως στα γονίδια τριών χρωμοσωμάτων, αλλά απέτυχαν να συνδέσουν την απιστία με ένα γονίδιο που εμπλέκεται στην ασυδοσία (the vasopressin gene) και που ορισμένοι εικάζουν ότι θα μπορούσε να εξηγήσει την παρατηρούμενη μεταβολή στην ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά. Ωστόσο, πιστεύουν ότι γονίδια στα χρωμοσώματα 3, 7 και 20 θα μπορούσε να είναι αυτά με τη μεγαλύτερη επιρροή.
«Δεν υπάρχει ένα γονίδιο απιστίας ή ένα γονίδιο αφοσίωσης και πίστης, αλλά πιθανώς 50 έως 100 γονίδια, που δίνουν μια τάση αντίδρασης και μας ωθούν να ανταποκριθούμε με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το περιβάλλον μας. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι σημαντικό για την επιβίωση μιας γυναίκας να είναι άπιστη όταν έρχεται αντιμέτωπη με έναν βίαιο σύζυγο ή όταν βλέπει ότι είναι απίθανο να τεκνοποιήσει. Υπάρχουν στοιχεία για σχετικές υποθέσεις ανθρώπων που έχουν διαφορετική στάση σε ανάλογες καταστάσεις με υψηλότερα ή καλύτερα γονίδια».
«Η στάση στην απιστία δεν επηρεάζεται από γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες – συμπεριλαμβανομένης της κοινωνίας, της εκπαίδευσης ή της θρησκείας – περισσότερο απ’ ότι το άσθμα, η μυωπία και μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά. Κληρονομικότητα, ένοχα γονίδια και περιβάλλον εμπλέκονται σε ανάλογο βαθμό και με την απιστία», δήλωσε ο καθηγητής Spector, ο οποίος εξέθεσε τις ιδέες και τις μελέτες του.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύονται στην περιοδική επιστημονική έκδοση Twin Research.
Η μονάδα ερευνών Twin Research Unit δημιουργήθηκε το 1992 και μελετά το ρόλο που έχουν τα γονίδια σε διάφορες ασθένειες και συμπεριφορές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες.