Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι κάθε άνθρωπος δικαιούται να τρώει μόνο ό,τι είναι άξιος να βρει, να κυνηγήσει και να πιάσει με τα ίδια του τα χέρια. Αυτή την απολαυστική εμπειρία της αρχέγονης αυτονομίας μπορεί κανείς – έστω για μια μόνο μέρα – να την βιώσει σήμερα; Μπορεί!
Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει
Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται
Ν’ ανοίγει.
Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω τα χέρια μου στις φυλλωσιές του ανέμου.
Οδ. Ελύτης – Ήλιος ο Πρώτος
Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι κάθε άνθρωπος δικαιούται να τρώει μόνο ό,τι είναι άξιος να βρει, να κυνηγήσει και να πιάσει με τα ίδια του τα χέρια.
Αυτή την απολαυστική εμπειρία της αρχέγονης αυτονομίας μπορεί κανείς – έστω για μια μόνο μέρα -να την βιώσει σήμερα; Μπορεί!
Ταξιδεύοντας στο άγονο (;) τοπίο των Κυκλάδων (και όχι μόνο βέβαια), σε κάθε περίπατο, σε κάθε βήμα, σε κάθε βουτιά μπορούν να του δοθούν δώρα ανεκτίμητα. Που τρώγονται! Και μάλιστα κατατάσσονται στις πρώτες πρώτες θέσεις στη λίστα των «delicatessen» του κόσμου. Μιλάμε για γεύσεις τόσο φίνες και τόσο γνήσιες που θα ήταν κουτό να τις συγκρίνουμε με οποιαδήποτε βάρβαρη αστακομακαρονάδα…
Τι χρειαζόμαστε για να ξεκινήσουμε; Βασικά, παρατηρητικότητα. Μαζί μας έχουμε ένα άδειο καλάθι, ένα μαχαιράκι, βατραχοπέδιλα, γυαλιά βυθού, ένα ψαλίδι αχινών, δυο άδειες πλαστικές σακούλες, ένα άδειο βαζάκι. Ξεκινάμε λοιπόν για το κυνήγι του επιούσιου. Την τροφή μιας ξεχωριστής ημέρας.
Δίπλα στις ξερολιθιές, ακόμα και μέσα στα κυκλαδίτικα κάστρα, ο τόπος είναι γεμάτος φραγκοσυκιές (opuntia ficus indica) φορτωμένες νόστιμα φραγκόσυκα που κανείς δεν σκέφτεται να κόψει και να φάει. Ούτε καν εκείνοι που στις πόλεις τρέχουν ν’ αγοράσουν τα εισαγόμενα – προς 8 ευρώ το κιλό. (Ναι. Κάνουμε εισαγωγή φραγκόσυκων από την Ιταλία και την Αφρική!) Κόβουμε με το μαχαιράκι μας τα πιο ώριμα, αυτά που κοκκινίζουν περισσότερο, με προσοχή. Δεν τα πιάνουμε με τα χέρια γιατί θα γεμίσουμε ενοχλητικά αγκαθάκια. Αυτή είναι η πρώτη στρώση του καλαθιού μας.
Πάνω της στρώνουμε άχυρα ή εφημερίδες για να μη τσιμπηθούν τα άγρια αχλαδάκια μας – τα γκόρτσα – που αν είμαστε τυχεροί θα βρούμε λίγο πιο πέρα σ’ ένα δεντράκι που λέγεται γκορτσιά (pyrus pyraster). Δε θα σας γεμίσουν το μάτι έτσι μικρά και μουντά που είναι. Είναι ώσπου να τα βάλετε στο στόμα σας. Παρ’ όλη τη στιφάδα τους θα σας αποζημιώσουν με το ακριβό τους άρωμα.
Στο μεταξύ έχουμε το νου μας για αδέσποτες συκιές (ficus carica) και βατομουριές (rubus ulmifolius).
Αν είμαστε κοντά σε τρεχούμενα νερά κοιτάμε μήπως ανακαλύψουμε καμιά συκαμινιά (morus nigra) δηλαδή αμπόλιαστη μουριά που μας δίνει τα μούρα – ίσως τα πιο ζουμερά και δυσεύρετα φρούτα με τη μεγαλύτερη τιμή βιταμίνης C. (Αλήθεια, γιατί στα μανάβικα δε βρίσκεις ποτέ μούρα; Είναι ένα μεγάλο αίνιγμα…) Αν βρούμε πάντως μούρα στο δρόμο μας τα τρώμε επί τόπου για πρωινό, για να μην ταλαιπωρηθούν στον ήλιο. Και γιατί ποιος μπορεί να αναβάλει ως το μεσημέρι μια τέτοια απόλαυση;
Προχωρώντας αν δούμε ένα γυαλιστερό ζιζάνιο να βγαίνει κάτω από τις μάντρες ή δίπλα στα καλντερίμια, πλησιάζουμε να το κοιτάξουμε από κοντά. Μπορεί να είναι η τρυφερή, δροσιστική γλιστρίδα ή αντράκλα (portulaca oleracea), που βάζουμε στις σαλάτες για να τις κάνουμε πιο νόστιμες. Εννοείται ότι τρώγεται και σκέτη. Δε θέλει ρώτημα.
Επίσης αν δούμε έναν ψηλό θάμνο, που μας θυμίζει τη λουΐζα που έχουμε στο μπαλκόνι μας σε μεγαλύτερη κλίμακα, δεν τον προσπερνάμε.
Πρόκειται για τη θεσπέσια λουΐζα (verbena citriodora) στην άγρια εκδοχή της! Τα λίγο πιο αδρά και κατσαρά φύλλα της δίνουν ένα αφέψημα με ακόμα πιο έντονο άρωμα απ’ αυτό που ξέραμε.
Όσο πιο φρέσκα είναι τα φύλλα που θα ρίξουμε στο καυτό νερό (και το σκεπάσουμε καλά για δέκα λεπτά) τόσο μεγαλύτερη απόλαυση θα πάρουμε.
Κατηφορίζοντας προς την παραλία είναι σίγουρο πως ανάμεσα στα βράχια θα συναντήσουμε πολλά σταμναγκάθια / γυαλοράδικα (cichorium spinosum), κρίταμα (crithmum maritimum) και καπαριές (capparis spinosa).
Τα γυαλοράδικα, ενώ την άνοιξη είναι τρυφερά και σκέτη λιχουδιά ακόμα και σαν ωμή σαλάτα, το καλοκαίρι σκληραίνουν και γίνονται αγκάθια. Τα σαρκώδη, ευωδιαστά, με τη κάπως αλμυρή γεύση φύλλα του κρίταμου (που θεωρείται μοναδικό ορεκτικό) καθώς και τα μπουμπούκια της κάπαρης γίνονται υπέροχο τουρσί. (Τα μαζεύουμε βέβαια για να τα απολαύσουμε μόλις το τουρσί θα είναι έτοιμο. Δηλαδή σε δυο περίπου μήνες.)
Καθώς τώρα περπατάμε στην άμμο βλέπουμε τα πανέμορφα κρινάκια της θάλασσας (pancratium maritimum). Ακόμα κι αν δεν τα προλάβετε ανθισμένα παρατηρήστε τους βολβούς τους που εξέχουν. Δεν είναι προκλητικά λαχταριστοί; Μοιάζουν με ολόκληρα κρεμμύδια! Σας έρχεται να τα φάτε.
Μερικοί βοτανολογικοί οδηγοί τους κατατάσσουν στους εδώδιμους – αφού βραστούν. Μερικοί άλλοι όμως, στους οριακά τοξικούς. Ας τους αφήσουμε λοιπόν στην ησυχία τους κι ας προχωρήσουμε κατά τη θάλασσα.
Πώς πιάνουμε αχινούς
Πρέπει εδώ να πούμε πως η ύπαρξη αχινών θεωρείται ένδειξη καθαρής θάλασσας. Ο ζωντανός αχινός πέρα από την παροιμιώδη νοστιμιά του, -στην Ιαπωνία μπαίνει στην ίδια σειρά με το χαβιάρι- είναι μια τροφή μεγάλης διατροφικής αξίας. Επίσης είναι πρώτος στον κατάλογο των ισχυρών αφροδισιακών τροφών – οι διατροφολόγοι τον αποκαλούν φυσικό Viagra.
Πόσους αχινούς θέλουμε να πιάσουμε σήμερα; Οκτώ περίπου αχινοί για ένα άτομο είναι μια καλή μερίδα, αν είναι το κύριο πιάτο της ημέρας. Πάμε λοιπόν να τους πιάσουμε.
Φοράμε γυαλιά και βατραχοπέδιλα, παίρνουμε το μαχαιράκι μας και μια γερή πλαστική σακούλα (αφού της ανοίξουμε δυο-τρεις τρυπούλες για ν’ αδειάζει το νερό) και κατευθυνόμαστε προς τα βράχια.
Μας ενδιαφέρουν φυσικά μόνο οι κόκκινοι (βαθύ πορφυρό-μοβ) που είναι οι θηλυκοί – αυτοί που έχουν τα χρυσά αυγά με τη θρυλική «ιωδάτη» υπόγλυκη γεύση. Οι κόκκινοι είναι αισθητά λιγότεροι από τους μαύρους – τους αρσενικούς. Σε αναλογία περίπου 1 προς 10. Αν και είναι κάπως πιο μεγάλοι και πιο πλακέ από τους μαύρους, μέσα στο βυθό δεν διακρίνονται πάντα με την πρώτη ματιά. Υπάρχει όμως ένας σίγουρος τρόπος για να τους ξεχωρίζουμε:
Σχεδόν πάντα (99%) οι θηλυκοί φροντίζουν να καμουφλάρονται με κάποιο φυκάκι, πετρούλες και μικρά κοχύλια για να …μην ξεχωρίζουν! Μόλις δούμε λοιπόν αχινό με καμουφλάζ, ακόμα κι αν δε βλέπουμε το χρώμα του, τον πλησιάζουμε. Τον ξεκολλάμε με το μαχαίρι – με το δεξί – και με το αριστερό μας χέρι τον πιάνουμε απαλά _δεν τσιμπάει καθόλου_ και τον ρίχνουμε στη σακούλα (που βολικότερο βέβαια είναι να κρατάει κάποιος άλλος). Στην αρχή μπορεί να χρειαστεί να κάνετε δυο καταδύσεις για να πιάσετε έναν αχινό αλλά μόλις συνηθίσετε θα τους φέρνετε δυο – δυο με κάθε κατάδυση.
Αν βρείτε περισσότερους αχινούς απ’ όσους χρειάζεστε, συγκρατηθείτε. Μη σας πιάνει απληστία. Εκτός του ότι είναι αντι-οικολογική συμπεριφορά, από μια ποσότητα και πάνω οι αχινοί δεν είναι ό,τι καλύτερο για όσους έχουν ανεβασμένη χοληστερόλη.
Και τώρα το καθάρισμα: Το ειδικό ψαλιδάκι διευκολύνει πάρα πολύ. Αν δεν τό ’χετε, θα βρείτε τον τρόπο με το μαχαιράκι σας εμπειρικά. Δηλαδή θα σπάσετε σε λάθος σημείο τις πρώτες δυο τρεις φορές ώσπου να γνωρίσετε την « αρχιτεκτονική» του κελύφους. Η βασική ιδέα είναι: Κόβουμε οριζόντια στην φαρδύτερη περίμετρο, ώστε να μείνει ανέπαφο το ημισφαίριο που συγκρατεί τα αυγά. Στη συνέχεια μαζεύουμε και πετάμε στα σκουπίδια όλα τα άχρηστα μέρη. Πλένουμε στη θάλασσα απαλά τις πολύτιμες φωλίτσες μας, διώχνοντας την άμμο, τις βρωμίτσες και τις λεπτές μεμβράνες, ώστε να μείνουν τ’ αυγουλάκια μας πεντακάθαρα.
Τώρα, αν θέλετε καταναλώνετε (δηλ. τα τρώτε) επί τόπου ή αδειάζετε τα αυγά μέσα σ’ ένα βαζάκι που το φέρνετε σπίτι για να γίνει αχινοσαλάτα.
Στρώνετε το τραπέζι με ό,τι βρίσκεται στο καλάθι σας. Το μενού είναι απαράδεκτα λιτό για τους αδαείς. Σκανδαλωδώς πλούσιο για τους γευσιγνώστες:
Γ ε ύ μ α
Ορεκτικό: Κρίταμα τουρσί (από προηγούμενες προσωπικές συλλογές)
Κυρίως πιάτο: Αχινοί (Πείτε το αχινοσαλάτα αν προτιμάτε – λεμόνι προαιρετικό.)
Σαλάτα: Γλιστρίδα με κάπαρη
Επιδόρπιο: Φραγκόσυκα