Γενικά για τον ανθρώπινο εγκέφαλο ισχύει το εξής. Δεν μπορεί να μην επηρεαστεί από εξωτερικά ερεθίσματα, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν θετικές ή αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα. Χάριν όμως στην λογική σκέψη, μπορούμε να μάθουμε να ρυθμίζουμε την διάρκεια πχ των αρνητικών συναισθημάτων, ακόμα και να τα «σταματάμε» σχεδόν αμέσως μετά την «γέννησή» τους.
Η αξιοθαύμαστη πολυπλοκότητα του ανθρώπινου μυαλού και το «προϊόν» του, η φαινομενικά απλή, καθημερινή ανθρώπινη συμπεριφορά, εκλαμβάνονται από τους ανθρώπους ως δεδομένα. Πρόκειται για κάτι λογικό να συμβαίνει για λόγους «απλοποίησης» και μη υπερφόρτωσης του εγκεφάλου, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι βλέπουμε ορισμένες συχνότητες χρωμάτων, ακούμε ορισμένες συχνότητες ήχων, και όχι όλες όσες υπάρχουν στην φύση. Αυτή την καθημερινή συμπεριφορά μας, την οποία εκλαμβάνουμε ως δεδομένη, θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε «ψυχοσωματική», με την έννοια ότι σκέψεις, συναισθήματα και άλλες εγκεφαλικές λειτουργίες μετατρέπονται σε ηλεκτροχημικές διαδικασίες. Λαμβάνουν χώρα καθημερινά, για παράδειγμα στον τομέα της σεξουαλικής διέγερσης και απόλαυσης. Μήπως κατ επέκταση, τα λεγόμενα ψυχοσωματικά συμπτώματα έχουν πολλά περισσότερα πράγματα να μας «πουν» για τις σκέψεις και τα συναισθήματα μας; Στην κατανόηση αυτού αποσκοπεί το ακόλουθο απλοποιημένο παράδειγμα.
Φανταστείτε έναν άνθρωπο ο οποίος βρίσκεται σε μία καφετέρια με την παρέα του, και βλέπει ένα παλιό φιλικό πρόσωπό να περνά, το οποίο συμπαθούσε αρκετά. Το «οπτικό εξωτερικό ερέθισμα» της εικόνας του ατόμου, ενεργοποιεί μεταξύ άλλων και την μνήμη του, οπότε θυμάται πχ ευχάριστες στιγμές με το άτομο αυτό (διαδικασία που γίνεται αστραπιαία και δεν γίνεται συνειδητό ότι λαμβάνει χώρα, από την συνείδηση του ατόμου). Οι ευχάριστες αναμνήσεις φέρνουν την «δημιουργία» του συναισθήματος της χαράς την συγκεκριμένη στιγμή στον εγκέφαλο του, με αποτέλεσμα να χαμογελάσει. Σκέφτεται ταυτόχρονα ότι θα ήθελε να μιλήσει στο συγκεκριμένο άτομο, καθώς αυτό τον προσπερνά. Η σκέψη του, να χαιρετίσει, «οδηγεί», στο να κινήσει το χέρι του χαιρετώντας.
Η σκέψη λοιπόν του ατόμου, να χαιρετήσει κάποιον, «έδωσε κίνηση στο χέρι του». Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή την διαδικασία «ψυχοσωματικό σύμπτωμα», αν δεν είχε επικρατήσει η αρνητική «χροιά» του όρου.
Στην πραγματικότητα, η σκέψη μας, τα συναισθήματα, η μνήμη δεν είναι άυλες διαδικασίες. Με το που σκεφτούμε, νιώσουμε, θυμηθούμε κάτι, παρατηρείται ταυτόχρονα ηλεκτροχημική δραστηριότητα (των εγκεφαλικών κυττάρων, των νευρώνων. Αυτή η ηλεκτροχημική δραστηριότητα επιδρά στη συνέχεια στο σώμα μας, «θετικά» ή «αρνητικά» , καθώς επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα, το ανοσοποιητικό κ.α., άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενα από τον εγκέφαλο.
Αν επομένως «μάθουμε» να επηρεάζουμε την σκέψη μας και την συναισθηματική διάθεση, ή να μην επιτρέπουμε να επηρεάζεται αρνητικά για μεγάλο χρονικό διάστημα από εξωτερικούς παράγοντες (κάτι το οποίο αναπόφευκτα συμβαίνει), μπορούμε να επηρεάσουμε και αυτή την δραστηριότητα (ακόμη και την διάρκεια δυσάρεστων συναισθημάτων) και κατ επέκταση το τι συμβαίνει στο σώμα μας.
Γενικά για τον ανθρώπινο εγκέφαλο ισχύει το εξής. Δεν μπορεί να μην επηρεαστεί από εξωτερικά ερεθίσματα, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν θετικές ή αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα. Χάριν όμως στην λογική σκέψη, μπορούμε να μάθουμε να ρυθμίζουμε την διάρκεια πχ των αρνητικών συναισθημάτων, ακόμα και να τα «σταματάμε» σχεδόν αμέσως μετά την «γέννησή» τους.
Έχουμε καταφέρει μάλιστα με ειδικές διαδικασίες να «έχουμε φωτογραφίες» των εγκεφαλικών περιοχών που λειτουργούν όταν ακούμε μουσική, όταν νιώθουμε ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα, όταν ακούμε μουσική ή λύνουμε ένα μαθηματικό πρόβλημα.
Στο παράδειγμα του ατόμου που αναφέραμε, η ηλεκτροχημική δραστηριότητα κατέληξε σε χιλιοστά του δευτερολέπτου στα νεύρα του χεριού του, με αποτέλεσμα να μπορεί να το κινήσει χαιρετώντας. Πρόκειται για μία ψυχοσωματική διαδικασία από τις άπειρες που εκτελούμε καθημερινά, και όμως νομίζουμε ότι είναι απλή, και την εκλαμβάνουμε ως δεδομένη. Σκέψη και συναίσθημα, «συνδυάζονται συνεχώς, επιδρώντας στον οργανισμό μας, εσωτερικά ή εξωτερικά. Αυτό γίνεται σε συνδυασμό με άλλες λειτουργίες όπως πχ της μνήμης, οι οποίες συχνά δεν είναι καθόλου «προσβάσιμες» από την συνείδησή μας, για την δική μας «προστασία».
Στο προηγούμενο παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι το άτομο που κάθεται στην καφετέρια είναι μία γυναίκα και το άτομο που περνά, ένας παλιός της σύντροφος. Ενώ επιθυμεί να τον χαιρετίσει, μία ασυνείδητη δυσάρεστη σκέψη ότι αυτό δεν είναι «σωστό» (δεν συμβαδίζει ηθικά με τον ρόλο της γυναίκας που μάθατε από μικρή ηλικία) τελικά την αποτρέπει, και ενώ έχει μισοσηκώσει το χέρι της για να το χαιρετήσει, τελικά το κατεβάζει. Σκεπτόμενη μετά γιατί δεν χαιρέτισε, πιθανά να αδυνατεί να κατανοήσει το γιατί. Η ηθική μας αποτελεί ένα σύνολο «κανόνων» του τι είναι σωστό, ασυνείδητων στο μεγαλύτερο μέρος τους από το μυαλό μας. «Αποθηκευμένοι στην μνήμη, τους «χρησιμοποιούμε» καθημερινά, συνήθως εν αγνοία μας. Μπορούν να «γεννήσουν» ψυχοσωματικά συμπτώματα» όταν συγκρούονται ασυνείδητα με επιθυμίες μας (τα «θέλω» μας ή πχ με ένστικτα όπως το σεξουαλικό).
Το παραπάνω παράδειγμα ήταν μία ιδιαίτερα απλουστευμένη προσπάθεια να δοθεί μία μικρή εικόνα των άυλων ψυχικών διαδικασιών (σκέψης, συναισθήματος, μνήμης) που τελικά δεν είναι και τόσο άυλες, και το πόσο εύκολα επηρεάζουν το σώμα μας, στην συγκεκριμένη περίπτωση «εξωτερικά», δηλαδή στο αν θα κινήσουμε το χέρι μας ή όχι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στα ασυνείδητα κίνητρα της συμπεριφοράς μας. Και βεβαίως το ότι δεν χαιρετίσαμε κάποιον δεν το εκλαμβάνουμε ως «αδυναμία» του εαυτού μας.
Πρόσβαση δεν μπορεί να έχει το άτομο από μόνο του και στα αίτια των λεγόμενων ψυχοσωματικών συμπτωμάτων όπως συνήθως αποκαλούμε την ταχυπαλμία, την εφίδρωση και τόσα άλλα στα οποία έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν. Γιατί όμως πολλοί άνθρωποι τα θεωρούν ως ένδειξη αδυναμίας και παλεύουν να τα αντιμετωπίσουν μόνοι τους; Πλήθος γραπτών ερωτήσεων, συχνά ζητά αυτό από έναν ειδικό, ενώ θα ακουγόταν παράξενο να ζητούνταν «οδηγίες» από έναν οδοντίατρο. Σίγουρα είναι καλύτερο από το να μην ρωτήσει ποτέ ένας άνθρωπος. Δείχνει όμως επίσης ότι η επιστήμη της ψυχολογίας ακόμη θεωρείται ότι αφορά την ψυχή, και ότι δεν αποκαθιστά μία «δυσλειτουργία», όπως ένας οδοντίατρος κάνει σφραγίζοντας ένα δόντι.
Εν μέρει οφείλεται στο ότι ο πολιτισμός μας θεωρεί το «ψυχολογικό» ως αδυναμία κατακριτέα, αγνοώντας ότι πρόκειται τελικά για φυσιολογικές εγκεφαλικές λειτουργίες.
Τι είναι τα ψυχοσωματικά συμπτώματα;
Έχουμε αναφερθεί πολύ συχνά σε προηγούμενα κείμενα σε αυτά. Ο εγκέφαλος μας δεν αντιδρά «κινώντας» μόνο τα μέλη του σώματός μας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο προηγούμενο παράδειγμα, η ηλεκτροχημική δραστηριότητα που οδήγησε να χαιρετίσουμε κάποιον, ξεκίνησε από ένα οπτικό ερέθισμα, το άτομο που είδαμε. Το θέμα είναι ότι η σκέψη μας ή τα συναισθήματά μας, ή η κίνηση του σώματός μας δεν ξεκινούν μόνο λόγω εξωτερικών ερεθισμάτων, πχ όσφρησης ενός γνωστού μας αρώματος. Μπορούμε να «δίνουμε και οι ίδιοι την εκκίνηση», παρότι νομίζουμε ότι δεν το κάναμε. Απλά δεν είναι συνειδητό το γεγονός ότι το κάνουμε.
Αποτελούν «τρόπο ειδοποίησης» ότι κάτι «δυσάρεστο» απασχολεί το μυαλό μας.
Το μυαλό μας έχει την ικανότητα να «κρύβει» από το συνειδητό και να «μετατρέπει» σε ψυχοσωματικά συμπτώματα, δυσάρεστα συναισθήματα, σκέψεις, ή «συγκρούσεις» μεταξύ αυτών, περιγράφοντας κάπως απλά την διαδικασία αυτή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό ενός παιδιού το οποίο δεν λαμβάνει με «σωστό» ή αρκετό τρόπο την αγάπη των γονιών του, και μπορεί να εμφανίσει έντονους πόνους στομάχου, χωρίς συνειδητά να τους προκαλεί. Επιπλέον, οι πόνοι αυτοί είναι μία ασυνείδητη προσπάθεια για να «προσελκύσει» ξανά το ενδιαφέρον των γονιών κοντά του. Αυτός ο «μηχανισμός» δεν σταματά στην ενήλικη ζωή μας. Πρόκειται για έναν αμυντικό μηχανισμό, χρήσιμο εν μέρει, «εμποδίζει» όμως το άτομο στην καθημερινή ζωή του, όταν χρησιμοποιείται για μεγάλο χρονικό διάστημα
Γιατί τα ψυχοσωματικά παρουσιάζουν υφέσεις και εξάρσεις;
Το μυαλό μας μπορεί να συνηθίσει να σωματοποιεί, να μάθει να χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο τα ψυχοσωματικά συμπτώματα, ως πχ αντίδραση στο άγχος, στην θλίψη, όσο χρονικά το άτομο αναβάλλει την αντιμετώπισή τους μέσω ειδικού, κατανοώντας και αντιμετωπίζοντας την πραγματική αιτία του άγχους που τα δημιουργεί. Η γνώση μίας σωστής αυτοανάλυσης «αποκτάται», δεν υπάρχει έμφυτη, καθώς εμποδίζεται από «αμυντικούς μηχανισμούς».
Επιπλέον, μόνο του, το ανθρώπινο μυαλό, μπορεί να «ανακαλύψει» διάφορα υποκατάστατα για να αντιμετωπίζει το άγχος, τα οποία λειτουργούν μόνο προσωρινά, καθώς δεν αντιμετωπίζουν την αιτία του άγχους, αλλά μόνο το ψυχοσωματικό σύμπτωμα. Ένα κλασικό υποκατάστατο είναι το φαγητό, το οποίο αποτελώντας μία «χημική» ικανοποίηση για τον εγκέφαλο, «καταπραΰνει» προσωρινά το άγχος. Ένα άλλο μπορεί να είναι η γυμναστική η οποία επίσης έχει ως αποτέλεσμα την έκκριση φυσικών χημικών ουσιών από τον εγκέφαλο, οι οποίες λειτουργούν ως προσωρινά ανακουφιστικά. Όπως και στην ιατρική όμως, όταν αντιμετωπίζουμε ένα σύμπτωμα, και όχι την αιτία του, το αποτέλεσμα είναι να προκύπτουν διάφορα νέα συμπτώματα, τα οποία προειδοποιούν να αντιμετωπίσουμε την «πηγή» του άγχους.
Εξυπηρετούν την «απόκρυψη» της αιτίας του άγχους και αντίθετα, την ενασχόληση του μυαλού με αυτά.
Είναι πιο εύκολο για το ανθρώπινο μυαλό να ασχολείται με τα τσιμπήματα της καρδιάς και να κάνει συνεχώς ιατρικές εξετάσεις, ως «αντιμετώπιση» πχ του άγχους επιβίωσης, παρά να αντιμετωπίσει έναν κίνδυνο άυλο, τον οποίο δεν ελέγχει, όπως την πιθανότητα απώλειας της εργασίας του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατ αυτόν τον τρόπο, το μυαλό χρησιμοποιεί μία «πρόχειρη άμυνα» που διαθέτει, να «μεταφέρει» και να «διοχετεύει» το άγχος από φαινομενικά» μη αντιμετωπίσιμα θέματα, σε φαινομενικά άσχετα, αλλά «χειροπιαστά» ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως πχ σε θέματα υγείας. Παρόμοια «μετατροπή» του άγχους σε θυμό, έχουν ζήσει πολλοί άνθρωποι όταν ο σύντροφός τους επιστρέφει αγχωμένος από την εργασία του και είναι ιδιαίτερα ευερέθιστος και οξύθυμος.
Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα λοιπόν, ως «αμυντικός μηχανισμός» του μυαλού, προσφέρουν ένα περίεργο αλλά οδυνηρό «κέρδος» στο άτομο. Ασχολείται η σκέψη του τόσο πολύ με αυτά, μη μπορώντας να προσεγγίσει πλέον την πραγματική τους αιτία, και κατά ειρωνικό τρόπο, «ξεχνώντας την και κρύβοντάς την από την συνείδηση συχνά». Κατ αυτόν τον τρόπο ενασχόληση του ειδικού, είναι να σταματήσουν άμεσα αυτά, ως προτεραιότητα, προκειμένου να καθοδηγήσει την σκέψη του ατόμου στην κατανόηση της αιτίας τους και μετέπειτα στην αντιμετώπιση αυτής.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, έγινε μία όσον το δυνατόν προσπάθεια απλοποίησης του πώς οι φαινομενικά άυλες σκέψεις και συναισθήματα, μετατρέπονται σε «ύλη» από το μυαλό μας , καθημερινά. Κάτι το οποίο μεταφράζεται στο ότι τα ψυχοσωματικά συμπτώματα δεν αποτελούν κάποιο ανίατο πρόβλημα ή «γενετική καταδίκη» , χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ο καθημερινός άνθρωπος διαθέτει τις γνώσεις για να τα σταματήσει ή ότι θα πρέπει να λειτουργεί ως «ειδικός» για τον εαυτό του.
Ψυχολόγος
Info: Ο Νικόλαος Βακόνδιος είναι Ψυχολόγος Πτυχιούχος Αριστοτελείου Παν/μίου Θεσσαλονίκης
τηλ. Ιατρείου: 2108613873 Κιν. 6945889963
Πηγή: www.nvakondios.gr