Το καλοκαίρι για κάποιους είναι μία χαρμόσυνη περίοδος ξεγνοιασιάς και για άλλους αποτελεί τη συνέχεια μιας καθημερινής πραγματικότητας η οποία δεν είναι ρόδινη.
Όποια κι αν είναι η αιτία γι’ αυτό (π.χ. οικονομική αδυναμία, αρρώστιες κ.λπ.), το μείζον είναι να διαχειριστούν οι γονείς τη διάχυτη απειλή που το παιδί μπορεί να νιώσει μέσα του, το αίσθημα αδικίας, το «γιατί εγώ;».
Το πρώτο βήμα είναι να επεξεργαστούν τη δική τους ματαίωση, τον θυμό, την ενοχή, τη θλίψη, την οικονομική ανασφάλεια, το αίσθημα ανεπάρκειας, και έπειτα να πουν στο παιδί ότι π.χ.:
– «Τα χρήματά μας φέτος δεν μας επιτρέπουν να πάμε διακοπές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα συμβαίνει κάθε χρόνο».
– «Η μαμά και ο μπαμπάς θα κάνουν ό,τι μπορούν για να νιώσεις πως κάνεις διακοπές, παρότι θα μείνουμε σπίτι (π.χ. μονοήμερες εκδρομές σε παραθαλάσσια μέρη, πικ νικ στο βουνό, ποδήλατο στο πάρκο, οικογενειακά επιτραπέζια παιχνίδια)».
– «Θα γίνουμε δημιουργικοί, θα φτιάχνουμε κατασκευές, θα ψάχνουμε στο Διαδίκτυο για ιδέες που θα μας κάνουν να νιώσουμε ότι κάτι καταφέρνουμε και ολοκληρώνουμε».
– «Η ανεμελιά και η ευτυχία δεν έχουν να κάνουν με τον προορισμό, αλλά με τη διάθεση. Εμείς φέτος ως οικογένεια θα προσπαθήσουμε να νιώσουμε πραγματικά ελεύθεροι, θα χαλαρώσουμε τα όρια και τους περιορισμούς και θα παίξουμε».
Οι γονείς πρέπει να προσπαθούν να είναι θετικοί στο πώς μιλούν στο παιδί, δίνοντας λυτές και στρωτές απαντήσεις χωρίς διπλά μηνύματα, αντιφάσεις ή υποσχέσεις που δεν μπορούν να τηρηθούν και αφήνοντας πάντοτε ένα ενδεχόμενο προοπτικής ανοιχτό.
Πρέπει επίσης να περιγράφουν την οικονομική τους κατάσταση χωρίς να τη γεμίζουν με συναισθηματικές αποχρώσεις.
Τέλος, δεν πρέπει να πενθούν μπροστά στο παιδί για όσα δεν μπορούν να κάνουν το καλοκαίρι, αλλά να το μαθαίνουν να αντέχει και να πιστεύει ότι μπροστά στις ματαιώσεις της ζωής δεν καταρρέουμε αλλά μπορούμε να νιώθουμε καλά.