Όταν επικρατούν ζεστές και ξηρές συνθήκες, με πολύ χαμηλή υγρασία, τότε οι ανεμιστήρες μπορούν να αποβούν επιβλαβείς για την υγεία.
Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια ενός ανεμιστήρα εξαρτάται -εκτός από άλλους παράγοντες- και από το κλίμα. Όταν κάνει ζέστη, αλλά παράλληλα υπάρχει υγρασία στην ατμόσφαιρα, οι ηλεκτρικοί ανεμιστήρες όχι μόνο ρίχνουν τη θερμοκρασία του σώματος, αλλά επίσης μειώνουν το καρδιαγγειακό στρες και βελτιώνουν το αίσθημα ευεξίας των ανθρώπων.
Αντίθετα, όμως, σύμφωνα με μία νέα αυστραλιανή επιστημονική έρευνα, όταν επικρατούν ζεστές και ξηρές συνθήκες, με πολύ χαμηλή υγρασία, τότε οι ανεμιστήρες μπορούν να γυρίσουν «μπούμερανγκ» και να αποβούν επιβλαβείς για την υγεία, συνεπώς κανείς θα πρέπει να αποφεύγει να τους χρησιμοποιεί.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, με επικεφαλής τον δρα Νέιθαν Μόρις, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «Annals of Internal Medicine», μελέτησαν τις επιπτώσεις των ανεμιστήρων σε εθελοντές που ζούσαν σε κατασκηνώσεις, αναλύοντας διάφορους δείκτες, όπως το θερμικό στρες, το καρδιαγγειακό στρες (παλμοί καρδιάς, αρτηριακή πίεση κ.ά.), τον κίνδυνο αφυδάτωσης (βαθμός εφίδρωσης σε όλο το σώμα), τη θερμική δυσφορία κ.ά.
Η παρακολούθηση των ατόμων που έκαναν χρήση ανεμιστήρα έγινε επί δίωρο στη διάρκεια δύο διαφορετικών καυσώνων, ενός με καυτές και ξηρές συνθήκες, και ενός με κάπως μικρότερη ζέστη, αλλά με περισσότερη υγρασία. Διαπιστώθηκε ότι στη δεύτερη περίπτωση οι ανεμιστήρες είχαν ευεργετική επίδραση, επιφέροντας μείωση θερμοκρασίας σώματος (άρα και θερμικού στρες), μείωση καρδιαγγειακού στρες και μικρότερη θερμική δυσφορία. Όμως, στην πρώτη περίπτωση, οι ανεμιστήρες έκαναν τα πράγματα χειρότερα.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι ο ανεμιστήρας μπορεί να είναι μία φθηνότερη και πιο ευέλικτη λύση, σε σχέση με το αιρ-κοντίσιον, για μερικούς ανθρώπους που ζουν σε περιοχές με ζέστη αλλά και υγρασία.