Οι δουλειές του σπιτιού, όπως το μαγείρεμα και η φασίνα, δημιουργούν σημαντική χημική ρύπανση, καθώς αυξάνουν τα επίπεδα πτητικών ουσιών και μικροσωματιδίων στο σπίτι, με συνέπεια η ποιότητα του αέρα μέσα σε αυτό να είναι χειρότερη μερικές φορές και από εκείνη σε μια μολυσμένη πόλη, σύμφωνα με εκτιμήσεις Αμερικανών επιστημόνων.
Είναι η πρώτη φορά που γίνεται τόσο ολοκληρωμένη μελέτη για την εσωτερική ρύπανση από τις καθημερινές οικιακές δουλειές σε ένα σπίτι. Επιπλέον, πολλά από αυτά τα αερολύματα, που προέρχονται από προϊόντα όπως τα σαμπουάν, τα αρώματα, τα απορρυπαντικά και οι μπογιές, τελικά δραπετεύουν από τον κλειστό χώρο και καταλήγουν στο περιβάλλον, όπου συμβάλλουν στη ρύπανση της ατμόσφαιρας ακόμη περισσότερο από ό,τι τα οχήματα.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια Μαρίνα Βανς, έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ενωσης για την Πρόοδο της Επιστήμης (AAAS) στην Ουάσιγκτον. «Τα σπίτια ποτέ δεν είχαν έως τώρα θεωρηθεί σημαντική πηγή ρύπανσης του αέρα στην ατμόσφαιρα και είναι πλέον η ώρα να αρχίσουμε να το μελετάμε αυτό», δήλωσε η Βανς.
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν εξελιγμένους αισθητήρες και κάμερες για να αναλύσουν την ποιότητα του αέρα σε ένα σπίτι κατά τη διάρκεια ενός μηνός. Οπως είπαν, είναι φανερό από τα ευρήματά τους ότι τα σπίτια πρέπει να αερίζονται καλά, με ανοικτά παράθυρα και μπαλκονόπορτες, όταν κανείς μαγειρεύει ή κάνει γενική καθαριότητα, επειδή ακόμη και απλά πράγματα όπως το βράσιμο του νερού μπορεί να αυξήσει τα επιβλαβή για την υγεία σωματίδια. Επίσης, συμβούλευσε να γίνεται συχνή χρήση του απορροφητήρα, καθώς και της ηλεκτρικής κουζίνας που προκαλεί μικρότερη ρύπανση του χώρου, επειδή δεν έχει φλόγα.
«Αρκεί να φτιάξει κανείς ένα τοστ για να αυξηθούν τα επίπεδα των σωματιδίων πολύ περισσότερο του αναμενομένου», δήλωσε η κ. Βανς. Από την άλλη, το ψήσιμο κρέατος και λαχανικών σε κουζίνα με αέριο υπολογίσθηκε ότι μπορεί να απελευθερώσει τόσα πολλά σωματίδια, ώστε ο αέρας του σπιτιού να γίνει πιο επιβαρυμένος και από το Δελχί (την έκτη πιο μολυσμένη πόλη στον κόσμο) ή να είναι 13 φορές μεγαλύτερος από ό,τι στο κέντρο του Λονδίνου. Η κατακόρυφη αύξηση της εσωτερικής ρύπανσης μετά το μαγείρεμα διαρκεί περίπου μία ώρα.
Τα μικροσκοπικά σωματίδια ΡΜ2,5 (με διάμετρο μικρότερη από 2,5 μικρόμετρα ή εκατομμυριοστά του μέτρου) διεισδύουν στους πνεύμονες και εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος, κάτι που μπορεί να προκαλέσει παθήσεις των πνευμόνων, καρδιοπάθειες, επιβάρυνση διαφόρων οργάνων (εγκεφάλου, ήπατος κ.ά.), ακόμη και επιδείνωση των ψυχικών διαταραχών.
Σύμφωνα με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το επίπεδο των σωματιδίων ΡΜ2,5 δεν πρέπει να ξεπερνά τα δέκα μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα. Ωστόσο, σύμφωνα με τις μετρήσεις των ερευνητών, το ψήσιμο ενός τοστ μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα των σωματιδίων αυτών σε 30 μικρογραμμάρια/κυβικό μέτρο.
Το κανονικό μαγείρεμα του φαγητού μπορεί να εκτινάξει τα σωματίδια μέσα στο σπίτι σε πάνω από 200 μικρογραμμάρια για τουλάχιστον μια ώρα, έναντι 143 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο αέρα κατά μέσον όρο στο Δελχί και 15 μικρογραμμαρίων στο κεντρικό Λονδίνο.