Οι έρωτές μας μοιάζουν να ξετυλίγονται γύρω από μια αλληλουχία αυθόρμητων παρορμήσεων και απρόβλεπτων συμπτώσεων. Μύθος. Γιατί η τέχνη του έρωτα και της επιλογής συντρόφου έχει τα γιατί και τα πώς της.
Όσο και αν πιστεύουμε πως δεν μπορούμε να ορίσουμε γιατί ερωτευτήκαμε κάποιον -πόσο μάλλον όταν ο έρωτας αυτός ενταχθεί στο μακρύ κατάλογο των σχέσεων που τελειώνουν με ένα «Μα τι στο καλό του/της βρήκα και τον/την ερωτεύτηκα;»- η πραγματικότητα είναι πως μας επηρεάζουν συνθήκες, ιδιότητες και προϋποθέσεις που ορίζουμε δίχως συνήθως να τις έχουμε συνειδητοποιήσει. Η ακαταμάχητη ερωτική έλξη που νιώθουμε για κάποιο άνθρωπο δεν είναι αθώα ούτε και τυφλή. Οι έρωτες μας μπορεί να είναι μοιραίοι, αλλά όχι και τόσο τυχαίοι. Τώρα πια, για παράδειγμα, χάρη σε μια σειρά πολύχρονες έρευνες που έγιναν και στις πέντε ηπείρους, ξέρουμε ότι η εμφάνιση και ο χαρακτήρας αποτελούν βασικά κριτήρια για την επιλογή συντρόφου σε όλους τους πολιτισμούς. (Και μάλιστα για τους άντρες η εμφάνιση είναι πολύ σημαντικότερο κριτήριο έλξης από ό,τι για τις γυναίκες: 81% έναντι 44%.) Το εντυπωσιακό είναι ότι σύμφωνα με αυτές τις έρευνες υπάρχει ένα είδος «παγκόσμιου» γενικού στάνταρτ ομορφιάς, σύμφωνα με το οποίο η συμμετρία του προσώπου και του σώματος θεωρείται σταθερή αξία σε όλες τις κουλτούρες. Σε όλον τον πλανήτη οι πιο ελκυστικοί άντρες είναι ψηλότεροι από το μέσο όρο, έχουν έντονα ζυγωματικά, δυνατό σαγόνι και αρρενωπό στέρνο. Στις γυναίκες τα «ερωτεύσιμα» χαρακτηριστικά είναι μεγάλα μάτια, μικρή μύτη, σαρκώδη χείλη, σφικτά συμμετρικά στήθη και μικρή αναλογία μέσης – γοφών. Οι δαρβινιστές τρίβουν τα χέρια τους υποστηρίζοντας πως αυτά τα χαρακτηριστικά επηρεάζουν την επιλογή συντρόφου απλώς και μόνο επειδή αποτελούν αταβιστική ανάμνηση της διαδικασίας φυσικής επιλογής και καθοδηγούν και σήμερα τις ερωτικές μας προτιμήσεις -παρότι το σεξ έχει αποδεσμευτεί από την αναπαραγωγή- έτσι ώστε, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, να προτιμούμε σώματα και ιδιότητες που θα εξασφαλίζουν «καλύτερους» απογόνους.
Οι κοινωνιολόγοι από την πλευρά τους επισημαίνουν πως καθώς ο έρωτας στις σύγχρονες κοινωνίες επενδύεται με υπέρμετρες προσδοκίες, τείνουμε να επιλέγουμε ερωτικούς συντρόφους που στον έναν ή τον άλλο βαθμό υπαινίσσονται ότι ικανοποιούν κάποια επιθυμητά κριτήρια ανάλογα των κοινωνικών προτύπων της εποχής. Είναι ενδεικτικό πως, όπως έδειξε περσινή έρευνα της ΕΜΑΣ (Εταιρεία Μελέτης Ανθρώπινης Σεξουαλικότητας), πέρα από την εμφάνιση, στοιχεία του χαρακτήρα όπως η κατανόηση, η επικοινωνία, η δημιουργικότητα δε μας αφήνουν ασυγκίνητους. Αυτό επιβεβαιώνει και έρευνα του Ντέιβιντ Μπους -γνωστού ως Dr. Love σε 37 διαφορετικούς πολιτισμούς, η οποία αποκάλυψε επιπλέον ότι τα δύο πιο επιθυμητά χαρακτηριστικά προσωπικότητας κατά την επιλογή ερωτικού συντρόφου και για τα δύο φύλα είναι η καλοσύνη και η εξυπνάδα, ενώ τη μέγιστη ελκυστικότητα έχουν εκείνοι που μας προσφέρουν άνεση και ασφάλεια (και εδώ εντάσσεται ανάμεσα στα άλλα και η οικονομική επιφάνεια), είναι προσιτοί, ευχάριστοι και με χιούμορ. Όλα αυτά ωστόσο δε δίνουν απάντηση στο γιατί από όλους τους νόστιμους και συμπαθητικούς ανθρώπους που γνωρίζουμε ερωτευόμαστε κάθε φορά κάποιον. Οι οπαδοί του Φρόιντ υποστηρίζουν ότι ερωτευόμαστε κάποιους που υπήρχαν ήδη στο υποσυνείδητο μας σαν μια θετική εικόνα του ίδιου μας του εαυτού. Γι’ αυτό και όταν μας χτυπούν τα βέλη του έρωτα λέμε πολύ συχνά ότι «Είναι σαν να γνωριζόμαστε χρόνια» ή «Βρήκα την αδελφή ψυχή».
Η παραδοχή ότι στον έρωτα τα ετερώνυμα έλκονται δεν ισχύει, υποστηρίζει και έρευνα του Πανεπιστημίου Κορνέλ των Ηνωμένων Πολιτειών, που αποκάλυψε πως καθένας τείνει να επιλέγει σύντροφο που έχει φυσιογνωμικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά ανάλογα ή παρόμοια με τα δικά του. Το διαφορετικό μπορεί να μας αρέσει, ακόμη και να μας γοητεύει, αλλά αποτελεί ρίσκο που οι περισσότεροι δεν είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν μακροπρόθεσμα. Κι έτσι, με έναν αυτόματο υποσυνείδητο μηχανισμό, μας έλκουν περισσότερο καταστάσεις, άτομα και ιδέες παρόμοιες με τις δικές μας. «Είναι κοινός τόπος ότι τα πρότυπα ανδρός και γυναικός που έχουμε στο μυαλό μας προκύπτουν από τους γονείς μας και το είδος της σχέσης που είχαμε μαζί τους. Στην πραγματικότητα, με τον έρωτα προσπαθούμε να διορθώσουμε τις εμπειρίες, τα τραύματα και τα συμπλέγματα της παιδικής ηλικίας, να βρούμε τρόπους να τις ολοκληρώσουμε. Αν έχουμε παλιούς ανοιχτούς λογαριασμούς, θα επιζητήσουμε συντρόφους με τους οποίους μπορούμε να δοκιμάσουμε να κάνουμε κάτι καλύτερο», εξηγούν οι σύμβουλοι ψυχοθεραπευτές. «Συνήθως κάτι μας αγγίζει στον άλλο, αισθανόμαστε μια συγγένεια, σαν να βρίσκουμε κάτι που μας έλειπε πολύ καιρό. Ξαφνικά νιώθουμε ότι αναγνωρίζουμε τον άλλο. Αν αυτός ο έρωτας είναι μια φαντασίωση (είδα κάποιον, μου θύμισε κάτι, φαντάστηκα ότι αυτός είναι αυτό που ψάχνω και τον ερωτεύτηκα), δε θα κρατήσει. Αν όμως είναι μια πραγματική επαφή και επικοινωνία με το είναι του άλλου ανθρώπου που νιώθουμε ότι μας αφορά, θα δούμε, γνωρίζοντας τον καλύτερα, ότι έχουμε πολλά κοινά σημεία και είναι πραγματικά σημαντικός για τη ζωή μας».