Η δυσμενής οικονομική συγκυρία, που αντιμετωπίζει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια, η οποία οδήγησε σε σαφή συρρίκνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθιστά επιτακτική τη διερεύνηση του θεσμού της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από την πλευρά του εργοδότη, καθώς και της υποχρέωσης του για καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο.
Ο Έλληνας νομοθέτης ορίζει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μπορεί να είναι τακτική (δηλαδή με προειδοποίηση) ή έκτακτη (δηλαδή χωρίς προειδοποίηση). Στην τακτική καταγγελία ο εργοδότης οφείλει να προειδοποιήσει γραπτώς τον υπάλληλο για την απόλυση του, δίνοντας του ένα χρονικό περιθώριο, το οποίο εξαρτάται κάθε φορά από το χρόνο που έχει απασχοληθεί ο υπάλληλος στον συγκεκριμένο εργοδότη.
Επιπλέον, ο εργοδότης οφείλει αποζημίωση, η οποία, επίσης, καθορίζεται από το χρόνο προϋπηρεσίας του υπαλλήλου του. Στην έκτακτη καταγγελία, ο εργοδότης δεν δίνει χρονικό περιθώριο στον υπάλληλο, οφείλει , όμως, μεγαλύτερη αποζημίωση.
Με το παλαιότερο νομοθετικό καθεστώς, ο εργοδότης είχε την υποχρέωση να καταβάλει αμέσως ολόκληρη την αποζημίωση.
Με το νέο νόμο, όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης, που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση.
Πέραν της αποζημίωσης απόλυσης οι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν ως αποζημίωση και τις αποδοχές της άδειας και του επιδόματος αδείας, εφόσον δεν τις έλαβαν για το ημερολογιακό έτος που γίνεται η απόλυση, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες αποδοχές τους οφείλονται μέχρι εκείνη το χρόνο. Επομένως, τη στιγμή που θα γίνει η επίδοση του εγγράφου καταγγελίας της σύμβασης εργασίας στον μισθωτό θα πρέπει να του καταβληθούν όλες οι οφειλόμενες αποδοχές (μισθός, αποζημίωση απόλυσης αδείας και επίδομα αδείας) και ύστερα να υπογράψει ο εργαζόμενος την καταγγελία της σύμβασης εργασίας.
Ο υπολογισμός της αποζημίωσης γίνεται με βάση τις μικτές τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα πριν την απόλυση. Τακτικές αποδοχές θεωρούνται, εκτός απ’ το μισθό, κάθε άλλη παροχή σε είδος και σε χρήμα που δίνεται τακτικά και μόνιμα, όπως νόμιμες υπερωρίες, οικογενειακά επιδόματα, τροφή, κατοικία ή ποσοστά επί των κερδών. Επιπλέον, οι πρόσθετες αμοιβές, που καταβάλλονται για την απασχόληση κατά τις Κυριακές, τις γιορτές και τη νύχτα συνυπολογίζονται στην καταβολή της αποζημίωσης. Περαιτέρω και το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας περιλαμβάνεται στην έννοια των τακτικών αποδοχών και συνεπώς προσμετράται στον υπολογισμό της αποζημίωσης. Παράλληλα, στις τακτικές αποδοχές συνυπολογίζεται και το επίδομα εξόδων κίνησης καθώς και το επίδομα ισολογισμού.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι ο εργαζόμενος δικαιούται να ασκήσει αγωγή για καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημίωσης, μέσα σε προθεσμία 6 μηνών, η οποία ξεκινάει απ’ την επόμενη μέρα λύσης της εργασιακής του σχέσης.